- ένεση
- Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου.
Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η ταχύτητα στο θεραπευτικό αποτέλεσμα, η δυνατότητα χορήγησης φαρμάκων, που αν χορηγούνταν από το στόμα θα αδρανοποιούνταν από τα πεπτικά υγρά, θα έβλαπταν τον πεπτικό βλεννογόνο ή θα αποβάλλονταν με εμετό, καθώς και η δυνατότητα συγκέντρωσης της δράσης ενός φαρμάκου σε μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, υπάρχουν και μειονεκτήματα, που οφείλονται σε ενδεχόμενα τεχνικά σφάλματα και σε παρενέργειες ορισμένων από τις χορηγούμενες ουσίες. Η έ. μπορεί να γίνει στο δέρμα (ενδοδερμική έ.), στον υποδόριο ιστό (υποδόρια έ.), στους μυς (ενδομυϊκή έ.), στις φλέβες (ενδοφλέβια έ.), στις αρτηρίες (ενδοαρτηριακή έ.), στον μυελό των οστών (ενδομυελική έ.), σε άρθρωση κλπ. Το συνηθέστερο όργανο για την εκτέλεση έ. είναι η σύριγγα, η οποία αποτελείται από έναν κοίλο γυάλινο κύλινδρο και ένα έμβολο, που κινείται μέσα στον κύλινδρο. Στο ένα άκρο της σύριγγας υπάρχει η κατάλληλη υποδοχή για την εφαρμογή της ειδικής βελόνας· η βελόνα αυτή είναι στην πραγματικότητα ένας λεπτός σωλήνας από ανοξείδωτο χάλυβα, διαφόρου μήκους και διαμέτρου, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται. Πολλές φορές, αφού εισαχθεί η βελόνα σε μία φλέβα, η άλλη της άκρη, αντί να εφαρμοστεί σε σύριγγα, συνδέεται με μια ειδική συσκευή, η οποία χρησιμεύει για τη χορήγηση αίματος, πλάσματος ή μεγάλων ποσοτήτων υγρών. Όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για να γίνει μια έ. ή μετάγγιση πρέπει να είναι αποστειρωμένα, ενώ πρέπει να απολυμαίνονται με ιδιαίτερη φροντίδα τα χέρια εκείνου που θα εκτελέσει την έ. και η περιοχή όπου θα γίνει η έ. Μεγάλη βελτίωση στην τεχνική των ε. επήλθε με τη χρησιμοποίηση πλαστικών συρίγγων μιας χρήσης.
ε. κορτικοστεροειδών.Προκαλούν αντιδράσεις παρόμοιες με εκείνες των κορτικοστεροειδών ορμονών του σώματος και μπορούν να γίνουν από γιατρό για τη θεραπεία της φλεγμονής τένοντα, συνδέσμου άρθρωσης ή επιφάνειας οστού, που δεν έχει αντιδράσει στη συντηρητική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Συνήθως χορηγούνται με τοπική αναισθησία.
Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι περιοχές όπου δεν πρέπει να γίνονται υποδόριες ενέσεις.
* * *η (AM ἔνεσις) [ενίημι]η έγχυση θεραπευτικού υγρού στον οργανισμό με ειδική συσκευή (σύριγγα) («ένεση ενδοφλέβια, υποδόρια»)νεοελλ.1. η συσκευή με την οποία γίνεται η έγχυση τού θεραπευτικού υγρού, η σύριγγα2. το ίδιο το υγρό («τής έγραψε ενέσεις για την καρδιά»)3. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση («χρειάζεται μερικές ενέσεις στο ηθικό του»)μσν.κλύσμααρχ.ένθεση, εμβολή («ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τήν κοιλίην», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.